σκουντούφλης

σκουντούφλης
ο , σκουντούφλα η хмурый, мрачный человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκουντούφλης" в других словарях:

  • σκουντούφλης — ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν [σκουντούφλα] 1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς 2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς 3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλης — ο 1. αυτός που βαδίζει απρόσεκτα και σκοντάφτει. 2. σκυθρωπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • σκουντουφλιάζω — Ν [σκουντούφλης] γίνομαι κατσούφης, κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω …   Dictionary of Greek

  • σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), σκουντούφλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: σκουντουφλάω – σκουντουφλιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση εννοιών. Το σκουντουφλιάζω σημαίνει → γίνομαι σκουντούφλης, σκυθρωπός, ενώ το σκουντουφλάω → σκοντάφτω ή παραπατάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκουντουφλιάζω — σκουντουφλιάζω, σκουντούφλιασα, (σπάν.) σκουντουφλιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σκουντουφλάω – σκουντουφλιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση εννοιών. Το σκουντουφλιάζω σημαίνει → γίνομαι σκουντούφλης, σκυθρωπός, ενώ το σκουντουφλάω →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκουντουφλιάρης — ο σκουντούφλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουντούφλιασμα — το το να γίνεται κάποιος σκουντούφλης, σκυθρωπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»